- τσιμεντόλιθος
- ο, Ντεχνολ. είδος πλίνθου που παρασκευάζεται με σκυροκονίαμα και τσιμέντο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμέντο + λίθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιμεντόλιθος — ο τεχνητή ορθογώνια ή κυβική πέτρα που γίνεται κυρίως από τσιμέντο, άμμο, χαλίκι και νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek